- μελλοντολόγος
- ο, ηερευνητής που ασχολείται με το μέλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλον + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελλοντολογία — η [μελλοντολόγος] η θεωρητικά θεμελιωμένη εικασία για το μέλλον τού κόσμου … Dictionary of Greek